σύγκολλα — σύγκολλος glued together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλᾶν — συγκολλάω glue pres part act masc voc sg (doric aeolic) συγκολλάω glue pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) συγκολλάω glue pres part act masc nom sg (doric aeolic) συγκολλᾶ̱ν , συγκολλάω glue pres inf act (epic doric) συγκολλάω glue… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενώνω — (AM ἑνῶ, όω) 1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω 2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ ακολουθεί», Δ. Σολωμός) 3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή… … Dictionary of Greek
εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] … Dictionary of Greek
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek
ψηφοδέτης — ὁ, Α αυτός που δένει, που συγκολλά τις ψηφίδες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δέτης (< δέω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
ψυχροσυγκολλητίνη — η, Ν ιατρ. αυτοαντίσωμα, συγκολλητίνη που εμφανίζεται στον οργανισμό κατά τη διάρκεια ιώσεων, συνήθως άτυπων πνευμονιών, και συγκολλά τα ερυθρά αιμοσφαίρια σε χαμηλή θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cold agglutinin… … Dictionary of Greek
βουλκανιζατέρ — το (λ. γαλλ.) 1. συσκευή, η οποία συγκολλά και επιδιορθώνει τα λάστιχα των αυτοκινήτων. 2. το κατάστημα ή το εργαστήριο όπου επιδιορθώνονται τα λάστιχα των αυτοκινήτων: Πήγαμε το αυτοκίνητο σε βουλκανιζατέρ, γιατί τρύπησε το λάστιχό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)